συγκρούσιος

συγκρούσιος
και, κατά το λεξ. Σούδα, συγκροτούσιος, ὁ, Α [σύγκρουσις]
(ενν. γέλως]
άτακτο γέλιο χωρίς κοσμιότητα κατά το οποίο χτυπούσαν τα χέρια τους και τα πόδια τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συγκρούσιος — σύγκρουσις collision fem gen sg (epic doric ionic aeolic) συγκρούσιος accompanied by clapping of the hands masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”